- ὑποπτερνίς
- ὑπο-πτερνίς, ίδος, ἡ, die Öffnung, die den Fuß des Mastbaums aufnimmt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὑποπτερνίς — knob fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτερνίδα — ὑποπτερνίς knob fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπτερνίδα — η / ὑποπτερνίς, ίδος, ΝΑ τεμάχιο ξύλου, σκαμμένο ως θήκη, στο οποίο εμβάλλεται η πτέρνα τού ιστού, κν. σκάτσα τού καταρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτέρνα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. περι κνημ ίς)] … Dictionary of Greek